παρακατάσχω

παρακατάσχω
παρακατέχω
keep back
aor subj act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρακατάσχω — Α παρακρατώ μέρος τών οφειλομένων …   Dictionary of Greek

  • παρακατάσχεση — η / παρακατάσχεσις έσεως, ΝΜΑ) [παρακατάσχω] νεοελλ. (νομ.) η κατακράτηση από τον οφειλέτη μιας οφειλόμενης παροχής, μέχρις ότου ο δανειστής εκπληρώσει δική του συναφή και ληξιπρόθεσμη οφειλή προς τον οφειλέτη, αλλ. επίσχεση μσν. αρχ. διακατοχή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”